Το Simposio.news συνάντησε τον Αλέξανδρο Τσιοτίνη. Αναδείχτηκε finalist στο διεθνή διαγωνισμό S. Pellegrino Young Chef και απέσπασε 4 Χρυσούς Σκούφους, πριν κλείσει τα 30 του χρόνια. Πέρασε από υπερπολυτελή εστιατόρια στο Παρίσι όπως το “Arpege” (3* Michelin), το “Epicurian”(3* Michelin) κ.α.
Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τη “Σπονδή” (2* Michelin) στην Αθήνα αλλά και το “Calypso” του Elounda Peninsula στην Κρήτη (3 Χρυσοί Σκούφοι). Στη συνέχεια δημιούργησε το δικό του γαστρονομικό λιμανάκι (όπως το αποκαλεί ο ίδιος) το CTC restaurant, όπου ως καλός οικοδεσπότης δημιουργεί καθημερινά γεύσεις και αρώματα με την μοναδική δεξιοτεχνία που τον χαρακτηρίζει.
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στο να επιλέξετε το επάγγελμα του Σεφ;
Η αγάπη μου για τη μαγειρική δεν ήταν αυτοσκοπός, η αλήθεια είναι πως προέκυψε. Αγαπούσα πάντα την έννοια της εστίασης ακόμα κι αν αυτή για μένα τότε ξεπηδούσε μέσα από το Κυριακάτικο τραπέζι ή ακόμα και μέσα από ένα δείπνο με φίλους. Κάποια στιγμή που ήρθε η ώρα ν’ αποφασίσω ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μου, η θεά τύχη μου έδειξε το δρόμο της μαγειρικής.
Δημιουργήσατε έναν εκπληκτικό χώρο, το CTC restaurant. Τι σημαίνει για έναν Σεφ και ειδικά για εσάς να έχετε τον δικό σας χώρο δημιουργίας;
Χώρος δημιουργίας για έναν σεφ νομίζω πως δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από το μυαλό του. Αυτό που λείπει σε πολλούς από εμάς, είναι ο χώρος ελεύθερης έκφρασης. Αυτό θεωρώ πως δημιούργησα και όσο περνάει ο καιρός νομίζω πως μαθαίνω να εκφράζομαι όλο και πιο ελεύθερα.
Έχετε λάβει μέρος σε διαγωνισμούς και έχετε αποκτήσει σημαντικές διακρίσεις. Τι έχετε αποκομίσει από αυτές και πόσο σημαντικές είναι για την εξέλιξη ενός σεφ;
Το διαγωνιστικό κομμάτι δεν με απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα. Στην πορεία της καριέρας μου ο μεγαλύτερος αντίπαλός μου ήταν πάντα ο εαυτός μου και αυτόν προσπαθώ καθημερινά να κάνω καλύτερο.
Μέσα από διαγωνισμούς και ειδικά διαγωνισμούς παγκόσμιου βεληνεκούς αποκομίζεις ερεθίσματα κι ανοίγουν τα μάτια σου.
Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο όπλο ενός εξελισσόμενου μάγειρα.
Θα μας αποκαλύψετε το μυστικό της εντυπωσιακής σας πορείας;
Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιο μυστικό!Αγάπη! Πάθος! Θάρρος! Κάποιες φορές θράσος, μα πάνω απ’ όλα όρεξη για πολλή και σκληρή δουλειά.
Με δεδομένο ότι πολλοί Έλληνες κτίζουν την καριέρα τους και επενδύουν επιχειρηματικά σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Εσείς που ήρθατε σε επαφή με διεθνώς γνωστούς σεφ – κολοσσούς σε κάποια από τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, μπήκατε ποτέ στο δίλημμα μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού;
Θεωρώ πως ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης και των κακουχιών περνάμε καλύτερα απ ότι στο εξωτερικό. Όσο κι αν έζησα έξω, πράγμα που σε καμία των περιπτώσεων δεν μετανιώνω αφού εκεί έμαθα να δουλεύω και να μαγειρεύω, σκεφτόμουν την Ελλάδα και τους φίλους μου. Οπότε το μόνιμα δεν υπήρξε ποτέ σαν ερώτηση για μένα.
Πείτε μας λίγα λόγια πώς βλέπετε το χώρο της ελληνικής εστίασης και ποιες είναι οι προοπτικές της;
Τα βήματα που έχουν γίνει στην ελληνική γαστρονομία τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγάλα. Και όλα δείχνουν πως αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα βρει τη θέση της στον παγκόσμιο γαστρονομικό χάρτη. Ίσως αυτό που χρειάζεται ακόμη είναι λίγη υπομονή και λίγη τύχη να βρεθούν σωστοί άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά.
Από ποιες κουζίνες – γαστρονομικές κουλτούρες εμπνέεστε περισσότερο;
Θεωρώ γενικά πως οι μάγειρες είμαστε καθρέφτες των εμπειριών μας, έτσι λοιπόν κι αφού γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελλάδα δεν μπορεί η κουζίνα μου να μην έχει στοιχεία της ελληνικής υπαίθρου.
Ποια είναι η πιο ευχάριστη στιγμή κατά την διάρκεια εργασίας;
Ο καλλιτέχνης θρέφεται από το χειροκρότημα. Τι καλύτερο λοιπόν από το να μιλάς με τον κόσμο που απόλαυσε το δείπνο του στο εστιατόριό σου και να σου μιλάει για την εμπειρία του…
Και η χειρότερη στιγμή;
Η ώρα που πληρώνω τα τιμολόγια των προμηθευτών μου!!
Είναι σκληρός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους σεφ;
Δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος να έχουμε ανταγωνισμό. Αυτά είναι στοιχεία του παρελθόντος. Ειλικρινά, δεν έχουμε κάτι να μοιράσουμε μεταξύ μας.